- χίεσμα
- -έσματος, τὸ, Αιων. τ. βλ. χίασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χίασμα — το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω 2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ 3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. το σημείο Χ, με το οποίο… … Dictionary of Greek